Ιστορική Αναδρομή

Το 1801 ο γερμανός φυσικός Johann Wilhelm Ritter παρατήρησε πως αόρατες ακτίνες μετά το ιώδες άκρο του ορατού φάσματος ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στη σκούρυνση χαρτιού βουτηγμένου σε χλωριομένο ασήμι. Τις ονόμασε ''αντι-οξειδωτικές ακτίνες'' για να τονίσει τη χημική τους αντιδραστικότητα και να τις ξεχωρίσει από τις ''ακτίνες θερμότητας'' στο άλλο άκρο του ορατού φάσματος. Ο απλός όρος ''χημικές ακτίνες'' υιοθετήθηκε αμέσως μετά και παρέμεινε κατά τον 19ο αιώνα. Οι όροι ''χημικές'' και ''θερμότητας'' τελικά έδωσαν τη θέση τους στις υπεριώδης και υπέρυθρες ακτίνες αντίστοιχα.

ΕΤΟΙΜΟΛΟΓΙΑ:

Ultra, που στα Λατινικά σημαίνει ''πέρα από'' και

Violet, που σημαίνει ιώδες και είναι το χρώμα με τα μικρότερα μήκη κύματος του ορατού φάσματος

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ:

400-320nm, UV-A μεγάλου κύματος ή μαύρο φως (blacklight)

320-280nm, UV-B μεσαίου κύματος

280-100nm, UV-C μικρού κύματος ή μικροβιοκτόνο φως

 

ΥΠΕΡΙΩΔΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΚΤΟΝΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ (UVGI):

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την μικροβιοκτόνο ικανότητα της υπεριώδους ακτινοβολίας (UV-C).

Οι συσκευές αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως για την αποστείρωση χώρων και εργαλείων σε μικροβιολογικά εργαστήρια, ιατρικές εγκαταστάσεις και φαρμακευτικές εταιρείες, καθώς και για σβήσιμο μνήμης EPROM. Οι εμπορικά διαθέσιμες λάμπες εκπέμπουν το 86% του φωτός τους στα 253,7nm, στα οποία συμπίπτει πολύ καλά με μια από τις δυο κορυφές της καμπύλης μικροβιοκτόνου αποτελεσματικότητας (αποτελεσματικότητα απορρόφησης της UV από το DNA), όπου η μια βρίσκεται σχεδόν στα 265nm και η άλλη στα 184,9nm. Παρόλο που τα 184,9nm απορροφούνται καλύτερα από το DNA (σε αυτά παράγεται όζον), το χαλαζιακό κρύσταλλο που χρησιμοποιείται και τα περιβαντολογικά μέσα όπως το νερό, θολώνουν περισσότερο στα 184,9nm απ'ότι στα 265nm.

Επιπρόσθετα, η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να είναι και ιοκτόνα και βακτηριδιοκτόνα. Συνηθιζόταν να θεωρείται η υπεριώδης απολύμανση πιο αποτελεσματική σε βακτήρια και ιούς που έχουν περισσότερο γενετικό υλικό εκτεθειμένο (μονοκυτταρικοί) απ'ότι σε μεγαλύτερους παθογόνους μικροοργανισμούς, οι οποίοι έχουν εξωτερικό επάλειμμα ή παίρνουν μορφή κύστης και προστατεύουν το DNA τους από το υπεριώδες φως. Πρόσφατα όμως ανακαλύφθηκε πως και αυτοί οι μικροοργανισμοί είναι πολύ δεκτικοί στη UV-C, όταν όμως τα τεστ βασίζονταν στη μολυσματικότητα παρά στην αποκυστοποίηση. Ανακαλύφθηκε δηλαδή ότι οι πρωτιστές είναι ικανοί να επιβιώσουν σε υψηλές δόσεις UV-C, αλλά αποστειρώνονται σε χαμηλές δόσεις. Τέλος, σε θερμοκρασίες άνω των 50°C, η διαδικασία απολύμανσης είναι τρεις φορές γρηγορότερη.